-
1 λῆξις
c pl., fortunes, in de An.4.6.3 without the notion of lot or chance, assigned sphere,θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων Jul.Or.6.187c
; ἡ ἑτέρα λ. the other world, Hld.2.24; ἡ ἑῴα λ. the eastern part of the empire, Procop. Gaz.Pan.497.3; ἡ τῆς Ἀθηνᾶς λ. the sphere of Athena, Lib.Or.12.36, Decl.1.175, Ep.1065.3; province, τὰς λ. [τῶν θεῶν] Herm. in Phdr. p.74A.; dwelling-place, εἰ.. αἱ λ. τῶν ψυχῶν.. ὑποσέληνοί εἰσιν ib. p.104A.II as law-term, λ. δίκης or λ. alone, written complaint lodged with the Archon, as the first step in private actions, nearly, = ἔγκλημα, Pl.R. 425d, Is.11.10, Aeschin.1.63, cf.λαγχάνω 1.3
; very rarely of public actions, as in D.39.17.2 λ. τοῦ κλήρου, an application to the Archon (required of all except direct descendants) to be put in legal possession of an inheritance,τοῦ κλήρου λαχεῖν τὴν λ. ἠξίωσεν Is.3.2
, cf. Arist.Ath.43.4.------------------------------------A cessation, μόχθων, ἀνέμων, A.Eu. 505 (lyr.), A.R.1.1086; of the flow of a river, Ph.1.175;τῆς ἐνεργείας λῆξιν λαμβανούσης Gal.Phil.Hist.17
, cf. M.Ant.9.21.2 death, decase, PMasp.19.6 (vi A.D.), etc.II Gramm., termination, A.D. Synt.104.28;λ. ἡ εἰς ς ¯ Id.Adv.195.27
.
См. также в других словарях:
σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… … Dictionary of Greek
κολονοσκόπηση — Οπτική εξέταση του εσωτερικού του κόλου, με τη χρήση ενός μακρού, εύκαμπτου οργάνου παρατήρησης, που ονομάζεται κολονοσκόπιο και βασίζεται στη χρήση των οπτικών ινών. Η εξέταση αυτή, η οποία γίνεται σε νοσοκομεία και διαρκεί περίπου μία ώρα,… … Dictionary of Greek
ορθοκολίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού ορθού και τού κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κολίτιδα] … Dictionary of Greek
ορθοσιγμοειδοσκόπηση — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού και τής κατώτερης μοίρας τού σιγμοειδούς κόλου μέχρι βάθος 15 εκατοστομέτρων, συνήθως, και σε ορισμένες περιπτώσεις 25 ή 30 εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου» + σιγμοειδές (κόλο) +… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… … Dictionary of Greek
κολοπηξία — η ιατρ. η στερέωση τού κόλου στο πρόσθιο μέρος τού κοιλιακού τοιχώματος σε περιπτώσεις πτώσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colopexy < colo (< κόλον) + pexy (< πηξία < πῆξις)] … Dictionary of Greek
ορθοκήλη — η ιατρ. προβολή τού πρόσθιου τοιχώματος τού ορθού στον κόλπο τής γυναίκας, που αποτελεί μορφή πρόπτωσης τών γεννητικών οργάνων της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κήλη] … Dictionary of Greek
ορθοπηξία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση για στερέωση τού ορθού στο πυελικό τοίχωμα με σκοπό τη διόρθωση πρόπτωσής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «η τελική μοίρα τού κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + πήξις «συνένωση, συναρμογή»] … Dictionary of Greek
ειλεοκολοστομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού και τού κόλου … Dictionary of Greek